RSS

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ



Έψαχνα όλο το βράδυ για το μαχαίρι.
Τίποτα.
Κοίταξα κάτω από το κρεβάτι.
Μόνο σκοτάδι και σκόνη χρόνων · πολλών χρόνων.
Έσκυψα, μήπως και διακρίνω τη λάμα κάτω από τα έπιπλα του σαλονιού.

Ένα ρυάκι από ζεστό αίμα έσταξε αχνιστό στο λεκιασμένο από ξερατά και αλκοόλ χαλί, πλημμυρίζοντας ράθυμα τους κρατήρες που είχαν σχηματίσει οι καύτρες χιλιάδων τσιγάρων.
Και πάλι, τίποτα.
Έτρεξα προς το μπάνιο, πιέζοντας σφιχτά την αριστερή μου παλάμη κόντρα στο τραύμα μου, και άρχισα να ανακατεύω τα άπλυτα.
Έσκισα ένα πουκάμισο και το έδεσα γύρω από τον κορμό μου.
Κοίταξα τον νιπτήρα και τη μπανιέρα για αίματα. Ούτε σταγόνα.
Που είχε κρύψει το μαχαίρι; Δεν γινόταν να έχει πάει μακριά.
Θα το έβρισκα, και θα ανακάλυπτα ποιος δειλός μου το είχε προκαλέσει αυτό, ακόμη κι αν πέθαινα στην προσπάθεια.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και κατέβηκα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας χωλαίνοντας, αφήνοντας μακάβρια, ματωμένα αποτυπώματα σε κάθε τοίχο.
Στο στέρνο μου βυθιζόταν ένα πυρωμένο σίδερο, που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο εναλλασσόταν με έναν οξύαιχμο, παγερό σταλακτίτη.
Κανένα ίχνος του μαχαιριού.
Κι όμως, ήξερα ποιος ευθυνόταν για όλο αυτό.
Θα ορκιζόμουν πως ήταν εκείνος ο απαίσιος τύπος στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου. Αυτός με τη δυνατή μουσική στις πιο ακατάλληλες ώρες, που κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του.
Χτύπησα τις γροθιές μου δυνατά πάνω στην πόρτα του, επαναλαμβανόμενα.
Παρίστανε πως κοιμόταν. Κρυβόταν, ο άνανδρος, ήμουν βέβαιος.
Κι αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν αυτό το ακροδεξιό σκουπίδι του πρώτου.
Ούτε κι αυτός, όμως, τολμούσε να ανοίξει την πόρτα του, τώρα που τον είχα ανακαλύψει.
Ίσως, πάλι, τώρα που το σκεφτόμουν καλύτερα, να ήταν η Μαίρη.
Ήδη είχε σκίσει την καρδιά μου σε κομμάτια μία φορά.
Κι ας διερρήγνυε κάποτε τα ιμάτιά της για το πόσο με αγαπούσε, με δάκρυα στα μάτια.
 Γιατί να μην ήταν εκείνη, που είχε επιστρέψει ώστε να ολοκληρώσει το έργο της; Δεν θα της κόστιζε τίποτα.
Ναι! Εκείνη ήταν. Θα το αποδείκνυαν τα δακτυλικά της αποτυπώματα στο μαχαίρι!
Άλλωστε ήταν το μόνο άτομο που είχε κλειδιά για το διαμέρισμά μου.
Βγήκα στον δρόμο, με τα μάτια καρφωμένα στις τσιμεντένιες πλάκες του πεζοδρομίου και την άσφαλτο, να σαρώνουν κάθε σπιθαμή.
Καμία ένδειξη, κανένα στοιχείο.
Άρχισα να ψαχουλεύω τον κάδο στη γωνία του δρόμου, μα δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα.
Έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη, κόντρα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, μέχρι να αναποδογυρίσει.
Από μέσα του ξεχύθηκε ένας σωρός από σκουπίδια, και μερικές δεκάδες σιχαμερά ζωύφια που σκόρπισαν βιαστικά γύρω από τα γυμνά μου πόδια.
Τα χέρια μου γλιστρούσαν · δεν καταλάβαινα αν ήταν από το αίμα με το οποίο είχαν πασαλειφθεί, ή από τα ακάθαρτα υγρά που ξεχείλιζαν από τις σκισμένες πλαστικές σακούλες που αναμόχλευα.
Είχε αρχίσει πια να ξημερώνει, και ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του. Οι περαστικοί και οι αγουροξυπνημένοι κάτοικοι, στα μπαλκόνια τους, με παρατηρούσαν βλοσυρά, αηδιασμένοι, γεμάτοι αποστροφή. Κάποιοι από αυτούς, οι πιο αθώοι, με λύπηση.
Όταν ο βλέμμα μου συναντιόταν μαζί τους, ψιθύριζαν κάτι στον διπλανό τους και κουνούσαν το κεφάλι τους χλευαστικά.
Μονάχα μια ντελικάτη, χαριτωμένη κοπέλα με προσέγγισε από οίκτο, και προσφέρθηκε να με βοηθήσει, να με ρωτήσει αν είμαι καλά.
«Αν είμαι καλά…».
Την έστειλα στον διάολο, και αφού παραμέρισα τον τύπο που με τραβούσε όλη αυτή την ώρα με το κινητό του, ρίχνοντας μια δαγκωνιά στο χοντρό, γουρουνίσιο αυτί του, έσυρα το χλωμό κουφάρι μου ως την είσοδο της πολυκατοικίας, και πάλι.
Είχα κάνει λάθος, μάλλον, δεν ήταν η Μαίρη. Όχι, όχι, δεν θα έκανε κάτι τέτοιο η Μαίρη.
Εκείνη δεν έδινε ούτε δεκάρα για το αν ήμουν ζωντανός ή όχι.
Θα πρέπει να ήταν ένας από τους φίλους μου, από αυτούς που θεωρούσα φίλους μου, πριν να με προδώσουν για τριάντα αργύρια.
Ή κάποιος συνάδελφος, που για μια ικμάδα εξουσίας παραπάνω θα έκανε τα πάντα.
Ίσως οι γονείς μου. Να βαρέθηκαν να αποτελώ διαρκώς μια θλιβερή απογοήτευση για εκείνους, για το όνομα της οικογενείας. Σιγά την οικογένεια…
Σίγουρα ήταν εκείνοι.
Μοναδικό ψεγάδι στην υπόθεση αυτή, συνιστούσε το γεγονός πως δεν βρίσκονταν πια εν ζωή.
Ανέβηκα, μπουσουλώντας ένα-ένα τα σκαλοπάτια, μέχρι το διαμέρισμά μου, απελευθερώνοντας πνιχτά αγκομαχητά σε κάθε μου κίνηση.
Ο πόνος ήταν ανυπόφορος.
Ένιωθα τόσο μόνος.
Το έβρισκα κάπως λυπηρό, αν όχι αποκαρδιωτικό…
Θα πέθαινα ακριβώς όπως έζησα. Μόνος.
Κι όποιος ευθυνόταν γι’ αυτό, θα κυκλοφορούσε αύριο ελεύθερος.
Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, ανασαίνοντας βαριά, με δυσκολία.
Σε κάθε μου ανάσα, το κορμί μου σειόταν ολόκληρο.
Ο βήχας χρωμάτισε τον καθρέφτη απέναντί μου με εκατοντάδες μικροσκοπικές κηλίδες αίματος.
Με την άκρη του ματιού μου, συνέλαβα, ανάμεσα από τα μωβ σκεπάσματα, τη μαύρη, δερμάτινη λαβή ενός μαχαιριού να προεξέχει ελαφρώς από το μαξιλάρι μου.
Τι ανόητος που ήμουν. Τόση ώρα βρισκόταν εκεί, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη μου.
Το πήρα στα χέρια μου και το περιεργάσθηκα, ψηλαφίζοντάς το.
Κάτω από το ξεραμένο αίμα, βρισκόταν χαραγμένο το όνομά μου.
Μόνο τότε κατάλαβα.
Το ακούμπησα δίπλα μου και ξάπλωσα ήρεμος.
Τα πάντα γύρω μου κατακλύζονταν από την πορφύρα που έρεε πηχτή από τα σπλάχνα μου.
Ήταν πολύ αργά πια για μένα;
Ποιος νοιαζόταν…
Σημασία είχε πως, κάπου μέσα μου, γνώριζα. Όλον αυτό τον καιρό.
Έκλεισα τα μάτια μου, προσμένοντας γαλήνια να ξεψυχήσω, σε μια κοιλάδα από ματωμένες βιολέτες.


Κι έπειτα, ν’ αναγεννηθώ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου