RSS

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΖΙΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Έχουμε την τιμή και την χαρά να φιλοξενούμε στο blog μας τον Γιάννη Κυζιρόπουλο με αφορμή  το πρώτο του βιβλίο "ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ"

Καλησπέρα Γιάννη και σε ευχαριστούμε που είσαι μαζί μας.
Πριν μιλήσουμε για το βιβλίο σου θα ήθελα να μας πεις δυο λόγια για σένα.
Ποιος είναι ο Γιάννης Κυζιρόπουλος;

Καλησπέρα αγαπητή Βίκυ, εγώ σε ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνεις να με φιλοξενείς στα «Βιβλιοαρώματα»! Δεν έχω και πολλά να πω για μένα, είμαι απλά κάποιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αστική μιζέρια της Αθήνας, έφυγε για να σπουδάσει στο Γεωπονικό της  Θεσσαλονίκης, και πριν λίγο καιρό επέστρεψε οριστικά στα «πάτρια» εδάφη… Κάπου στο μεταξύ έγραψα και το βιβλίο.

Πως ήρθε η συγγραφή στην ζωή σου;
Ήταν κάτι που επιθυμούσες, που ονειρευόσουν;

Ήρθε πολύ φυσικά και χωρίς να το αντιληφθώ.Δεν μπορώ να πω ότι το ονειρευόμουν ανέκαθεν, αλλά σίγουρα το επιθυμούσα, ήταν ανάγκη μου το γράψιμο, από την εφηβεία μου ακόμα.

Ποιος διάβασε πρώτος το βιβλίο σου;

Ο κολλητός μου, και μέχρι την έκδοση, δύο άνθρωποι ακόμη.

Πες μας δυο λόγια για το βιβλίο σου και σε ποιους απευθύνεται;

Η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό, αυθόρμητα, είναι «σ’ εκείνους που αισθάνονται μόνοι». Πρόκειται για ένα εφηβικό-νεανικό μυθιστόρημα, με κάποια νεονουάρ στοιχεία, που καταπιάνεται με τις διάφορες κοινωνικές και προσωπικές ανησυχίες που μπορεί να έχει ένας —λιγότερο ή περισσότερο μελαγχολικός— έφηβος σήμερα. Στην ουσία, προσπάθησα να σκιαγραφήσω την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια του, χαρτογραφώντας παράλληλα την ψυχή του.



Στο βιβλίο σου βλέπουμε μια κραυγή και μια απελπισία ενός 16χρονου εφήβου.
Ποια ήταν η αφορμή για να φτάσει αυτό το βιβλίο στα χέρια μας;

Όπως ανέφερα, έγραφα από το εφηβεία μου, σε ένα blog που είχα δημιουργήσει και «αρθρογραφούσα» ανώνυμα. Έγραφα τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, και αυτό με βοηθούσε να αποσυμπιέζω το μυαλό μου και να απελευθερώνω λίγο χώρο στην ψυχή μου, ίσα ίσα ώστε να μπορεί ν’ ανασάνει. Κάποια στιγμή, στο πανεπιστήμιο, αποφάσισα πως ήθελα να γράψω κάτι πιο ολοκληρωμένο, που θα κουβαλούσε την ψυχή μου μέσα του για πάντα, και θα μπορούσε να ταξιδέψει σ’ αυτούς τους —ελάχιστους έστω— ανθρώπους που θα με «ένιωθαν» και θα επικοινωνούσαμε αληθινά και απόλυτα.

Διαβάζοντας  το βιβλίο σου αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το πλούσιο λεξιλόγιο σου ,που δεν συναντάμε συχνά στα βιβλία που διαβάζουμε.
Πώς ένα νέο παιδί σαν και σένα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τόσο εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο;

Νομίζω πως γι’ αυτό ευθύνονται περισσότερο οι λογοτεχνικές επιρροές μου. Πέρασα την εφηβεία μου διαβάζοντας τους «κλασικούς» και τους «καταραμένους», Έλληνες και ξένους. Συνεπώς, έστω και υποσυνείδητα, διαμορφώθηκε μέσα μου μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση της ιδανικής πρόζας. Παρ’ όλα αυτά, έχει και τα αρνητικά του κάτι τέτοιο όταν γράφεις ένα βιβλίο στα 19 σου, όντας τελείως άπειρος. Αναγνωρίζω πως υστερώ ακόμη στην επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ του πιο «λόγιου» και του καθημερινού, σύγχρονου τρόπου γραφής. Είναι κάτι που προσπαθώ και ευελπιστώ να βελτιώσω.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς εκείνοι που σε έχουν σημαδέψει περισσότερο;

Είναι αρκετοί. Από παλαιότερους θα έλεγα πως είναι ο Καζαντζάκης, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Πόε, ο Όργουελ, ο Μπέκετ... Είναι συνυφασμένοι με την λογοτεχνική μου εφηβεία. Από πιο σύγχρονους, θα έλεγα πως καθοριστικότερος για μένα έχει υπάρξει ο David Mitchell.
Όσον αφορά τους ποιητές, την αγία μου τριάδα συνιστούν η Δημουλά, ο Λειβαδίτης και ο Χριστιανόπουλος, αλλά αγαπώ πολύ και τον Σεφέρη και τον Καρυωτάκη.

Πώς ένιωσες όταν είδες το βιβλίο σου τυπωμένο και στα ράφια των βιβλιοπωλείων;

Δεν το έχω συνειδητοποιήσει απόλυτα, για να είμαι ειλικρινής.  Αυτό όμως είναι θετικό, δεν θέλω να ενθουσιάζομαι και πολύ, δεν έχω καταφέρει τίποτα ακόμη…

<<ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ>> ο τίτλος που επέλεξες για το βιβλίο σου. Πιστεύεις ότι αυτό χαρακτηρίζει τους σημερινούς ανθρώπους, δηλαδή να είναι κενοί από αισθήματα και στην ουσία πεθαμένοι μέσα τους;

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ναι. Βέβαια, επέλεξα αυτόν τον τίτλο γιατί λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και εκφράζει αυτό ακριβώς που είχα στον νου μου. Ο καθένας μας είναι «πεθαμένος» μέσα του, με τον δικό του τρόπο και για τους δικούς του λόγους. Άλλοι επειδή γεννήθηκαν έτσι, άλλοι επειδή «χάθηκαν» κάπου στον δρόμο, κι άλλοι επειδή αναγκάστηκαν, για να επιβιώσουν…

Ποια είναι λοιπόν η δική σου πρόταση για την ‘αναγέννησή’ μας;

Κάποτε διάβασα κάτι, γραμμένο σ’ έναν τοίχο: «Δεν υπάρχει καμία θεραπευτική αγωγή για μια τόσο άρρωστη κοινωνία…».

Στο βιβλίο σου θίγεις εν μέρει και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ποια είναι η άποψή σου για αυτό;

Θεωρώ πως είναι σαθρό, και σχεδιασμένο πρόχειρα, από ανθρώπους που δεν νοιάζονται· ούτε για τα παιδιά, ούτε για την κοινωνία εν γένει.
 Σε πολύ μεγάλο ποσοστό, το σχολείο απλώς αξιολογεί την ικανότητα και την επιμέλεια ενός μαθητή όσον αφορά την αποστήθιση. Δεν δίνει τα κατάλληλα ερεθίσματα ώστε τα παιδιά να αντιληφθούν τις κλίσεις τους και να διαμορφώσουν ελεύθερες, σφαιρικά σκεπτόμενες και ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Ούτε και τα κατάλληλα μέσα ώστε να εκφραστούν δημιουργικά, εξελίσσοντας ταυτόχρονα τους εαυτούς τους.
Επομένως, όταν οι έφηβοι θελήσουν τελικά να εκφραστούν και να «επικοινωνήσουν» —κάτι που αποτελεί και την μεγαλύτερή τους ανάγκη—, δεν έχουν τους τρόπους και το υπόβαθρο να το κάνουν, και αν  δεν καταλήξουν δυστυχισμένοι, καταλήγουν να ακολουθούν τυφλά οποιοδήποτε πρότυπο και τάση της εποχής ώστε να νιώθουν πως ανήκουν κάπου. «Ακόλουθοι»…
Όπως ακριβώς τους θέλει η κοινωνία, ώστε η απάθειά της και το status quo να ανακυκλώνεται.

Δεν σου κρύβω πως το βιβλίο σου ήταν μια γροθιά στο στομάχι για εμάς τους μεγαλύτερους.
Ένα βιβλίο καθρέφτης της σημερινής κοινωνίας.
Τι θα έλεγες σε όλους τους μεγαλύτερους για την κοινωνία που σας έχουν παραδώσει;

Δεν έχω κατασταλάξει στο αν σημερινή κοινωνία είναι απόρροια ανευθυνότητας, ανοησίας, απληστίας ή καθαρού εγωισμού, σίγουρα όμως είναι προϊόν πλήρους υποκρισίας. Δεν ξέρω αν η κριτική μου προς τους «μεγαλύτερους» έχει κάποια αξία, γιατί δεν μπορώ να εγγυηθώ πως θα είμαι καλύτερος τους, ωστόσο, είμαι της άποψης πως σ’ αυτό το σύντομο πέρασμά μας από την ζωή θα έπρεπε να προσπαθούμε να κάνουμε τον κόσμο ένα ομορφότερο και πιο ανθρώπινο μέρος, και οι περισσότεροι απέτυχαν σε αυτό.

Ο Παύλος, ο κεντρικός σου ήρωας είναι ένα καταθλιπτικός έφηβος με αρκετή όμως ωριμότητα.
Πόσο από τον πραγματικό σου εαυτό, τις εμπειρίες και τα συναισθήματά σου έχεις καταθέσει στο βιβλίο;

Ο εφηβικός μου εαυτός μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά και συναισθήματα με τον Παύλο. Όλα τα βιβλία είναι ως ένα βαθμό βιωματικά. Εντούτοις, ήθελα να δημιουργήσω ένα μικρό «εφηβικό έπος», έτσι χρησιμοποίησα συνειδητά την υπερβολή για να τονίσω τα θετικά —αλλά και τα αρνητικά— χαρακτηριστικά του Παύλου. Οπότε, διαφέρουμε αρκετά με τον κεντρικό ήρωα, όπως συνηθίζω να λέω, αν συνυπήρχαμε στην ίδια πραγματικότητα, θα ήμουν ένα τίποτα μπροστά του, πολύ χειρότερος χαρακτήρας.


Τι είδους λογοτεχνία διαβάζει ο Γιάννης στο ελεύθερο χρόνο του;

Γενικά, όπως προανέφερα, διαβάζω κυρίως τους «παλαιότερους» συγγραφείς. Αισθάνομαι πως τα έχουν πει και γράψει όλα, κι εμείς απλώς επαναλαμβανόμαστε…
 Όσον αφορά την σημερινή, αγαπώ περισσότερο την «urban» και την νεονουάρ λογοτεχνία. Μου αρέσει ο Irvine Welsh, ο Paul Auster, και ο Philip Kerr.

Οι νέοι σήμερα Γιάννη πιστεύεις ότι διαβάζουν όσο πρέπει ή αναλώνονται σε ανούσια πράγματα;

Όλοι μας έχουμε ανάγκη πότε-πότε την πνευματική οκνηρία που μας εξασφαλίζουν τα ανούσια πράγματα, παρ’ όλα αυτά, είναι θλιβερό να ζούμε σε μία κοινωνία όπου οι νέοι —και γενικά οι άνθρωποι— αναλώνουν τόσο πολύ χρόνο και νοητικούς πόρους για την δημιουργία μιας ψεύτικης εικόνας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για αυτοπροβολή με τον πιο επιφανειακό τρόπο.

Θα ήθελα να μου πεις το βασικό σου προτέρημα και το χειρότερο σου ελάττωμα;

Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ για τα προτερήματά μου, από τα ελαττώματά μου, θεωρώ σημαντικότερο τον εγωισμό, που είναι γενικότερα η πηγή των περισσότερων προβλημάτων στον κόσμο.

Ποιο είναι για τον Γιάννη το πιο σημαντικό συναίσθημα;

Η πιο αυθόρμητη απάντηση είναι ο «Έρωτας», αλλά στην πραγματικότητα θεωρώ πως είναι η «Πληρότητα», η οποία μάλιστα απαιτεί τεράστια πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα για να επιτευχθεί.

Θα σου πω λίγες λέξεις και θέλω να μου πεις το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό.

Έρωτας: Ο σκοτεινός ωκεανός στο βλέμμα της
Θλίψη: Αιώνια σύντροφος
Μοναξιά: Αγκάθινο στεφάνι
Ελπίδα: Ο λόγος να αναπνέεις

 Πιστεύεις ότι οι ευαίσθητοι άνθρωποι μπορούν να επιβιώσουν αυτή την εποχή σε αυτήν την κοινωνία την οποία και εσύ περιγράφεις;
Ποιες πρέπει να είναι οι αντοχές τους;
Τι θα συμβούλευες τα νέα παιδιά αλλά και εμάς τους μεγαλύτερους;

Μπορούν, μα τι νόημα έχει το να επιβιώνεις αν δεν ζεις;
Δεν έχω τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, δυστυχώς. Κι εγώ ο ίδιος, κάποιες φορές, βρίσκω την ζωή φριχτή και μίζερη, και μου μοιάζει δυσβάσταχτα οδυνηρή η καθημερινότητα, όμως αν γνωρίζω μονάχα ένα πράγμα, είναι πως αν θέλει κανείς να λέγεται άνθρωπος, δεν πρέπει να το βάζει κάτω, οφείλει να δουλεύει με τον εαυτό του και να γίνεται μέρα με τη μέρα καλύτερος άνθρωπος, και για τη δική του εσωτερική γαλήνη και για των άλλων.

Γιατί επέλεξες να δώσεις αυτό το τέλος στο βιβλίο σου;
Ποιο είναι το μήνυμα που ήθελες να περάσεις;

Μπορεί να είναι σκληρό και μελαγχολικό, αλλά κρύβει κάπου μέσα του και μία αισιοδοξία, με έναν ιδιαίτερα κυνικό τρόπο. Οκ, πάρα πολύ κυνικό, το παραδέχομαι. 


Γράφεις κάτι αυτή την περίοδο; Και αν ναι, τι αφορά;

Έχω ξεκινήσει να γράφω πολύ αργά και φειδωλά το επόμενο βιβλίο. Είμαι στις πολύ πρώτες σελίδες. Θα είναι ένα δυστοπικό μυθιστόρημα, αρκετά τραχύ και ωμό.

Με ποιο τραγούδι θα ‘‘έντυνες’’ τη τελευταία σκηνή του βιβλίου σου;

The Perishers - I Hope you'll be missing me, like i will miss you
https://www.youtube.com/watch?v=Lg9PruyioN4

Με κάθε στίχο, με κάθε νότα.


Κλείνοντας θα ήθελα να σε ρωτήσω τι ονειρεύεσαι για το μέλλον ;

Ονειρεύομαι μόνο το να έχω την σωματική υγεία και το ψυχικό σθένος ώστε να συνεχίσω να παλεύω για όλα όσα έχω ανάγκη και αξίζει να παλεύω.

Γιάννη θα ήθελα να σε ευχαριστήσω θερμά για αυτήν την συνέντευξη και να σου ευχηθώ μέσα από την καρδιά μου καλή επιτυχία σε ότι κάνεις.


Εγώ σε ευχαριστώ Βίκυ, μέσα από την καρδιά μου, ήταν τιμή μου αυτή η συνέντευξη. Η κριτική σου με συγκίνησε, και κατάλαβα πως είσαι ένα από αυτά τα λίγα άτομα με τα οποία ήλπιζα να «επικοινωνήσω» γράφοντας αυτό το βιβλίο. Νιώθω ευλογημένος για την προσοχή με την οποία αγκάλιασες το βιβλίο —ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα ειδικά— και εσύ αλλά και κάποιοι άλλοι άνθρωποι μέσα στις «βιβλιοομάδες», και πραγματικά η ευγνωμοσύνη μου είναι τέτοια που δεν θα σε/σας ξεχάσω ποτέ· είτε γράψω ξανά κάτι άλλο, είτε όχι. Σε ευχαριστώ!!!

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Γιάννης Κυζιρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1994.
Σήμερα είναι φοιτητής της Γεωπονικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το <<Από μέσα πεθαμένοι>> γράφτηκε στο διάστημα 2013 με 2016 και είναι το πρώτο του βιβλίο που εκδίδεται.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

"ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ"
Εκδόσεις Όστρια

«Ξέρεις τι; Νιώθω πως στο μυαλό μου έχω βρει όλες τις λύσεις στα υπαρξιακά μου, στις θεωρίες περί ζωής. Είμαστε αστερόσκονη, ένας
κόκκος άμμου στην έρημο, ίσως μια μεταβλητή σε μια διαφορική εξίσωση πολλαπλών συμπάντων, απεριορίστων χωροχρονικών πιθανοτήτων. Ίσως πάλι όλα να έχουν ήδη συμβεί, σε μια στιγμή, κι εμείς απλώς να τα ζούμε ξανά και ξανά σαν παραπροϊόντα ενός αλγορίθμου, ενός προγράμματος υπολογιστή, σε αυτό που ονομάζουμε πραγματικό χρόνο και νομίζουμε πως υπάρχει...
...Όμως κάποιος βαθύτερος, ανθρώπινος, κατώτερος εαυτός μου εύχεται να υπήρχε αυτό το μεγάλο νόημα, καταλαβαίνεις; Εύχεται,
μετά τις δυσκολίες της ζωής, να ερχόταν μια κορύφωση, μια ανταμοιβή, μια λύτρωση... Και στο τέλος τέλος, εύχεται να μπορούσε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα. Να γνωρίσει το Κορίτσι. Το ξεχωριστό αυτό άτομο που θα τον έκανε να θέλει να περάσουν όλα τα υπόλοιπα βράδια τους μαζί, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, αγκαλιασμένοι, να κοιτάζονται στα μάτια μέχρι το πρωί…
Και νομίζω πως το βρήκε…»
Επιμέλεια συνέντευξης Βίκυ Τάσιου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου