RAFAEL BLACKHEART
Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ
Οι Δρύες είναι εγκαταλειμμένο θεόρατο, μάλλον γοτθικό κτίριο, μέσα στο δάσος. Ο Τζακ, ένας μέσος «επιτυχημένος» Αμερικάνος για τους γύρω του, θα το ανακαλύψει –όχι τυχαία- ένα βροχερό απόγευμα καθώς οδηγεί από την δουλειά προς το σπίτι. Θα γοητευτεί , όχι άδικα και θα επιστρέψει (δυστυχώς για εκείνον, ευτυχώς για εμάς) με μια ιδέα που από την αρχή φαίνεται να είναι όνειρο ζωής.
Ο Τζακ εξηγεί στην γυναίκα του ότι θέλει να το κάνει ξενοδοχείο. Δεν ξέρει ακριβώς τον τρόπο , όπως δεν γνωρίζει τίποτε για την Μαγεία των Δρυίδων αλλά ούτε και για το παρελθόν των Δρυών. Η γυναίκα του δεν συμφωνεί και αυτό δείχνει πως είναι η αρχή του τέλους για ένα ήδη φθαρμένο γάμο.
Απτόητος κάνει την προσφορά του, σε ένα μεσίτη και επιστρέφει στις Δρύες μαζί με τον γιό του, οπότε και ξεκινά να ξεδιπλώνεται το σκοτεινό παρελθόν τόσο των Δρυών όσο και όλων εκείνων που έμμεσα ή άμεσα ζούσαν, εργάζονταν ή ακόμα και «φιλοξενούνταν» εκεί.
Η «μαγική» συνταγή, που βασικά μόνο μαγική και μυστική δεν είναι, για ένα πετυχημένο μυθιστόρημα τρόμου ξεδιπλώνεται ακόμα μια φορά. Έχουμε και λέμε:
Ο άνθρωπος, η ζωή του οποίου είναι σχεδόν στο μέσο όρο. Η "Bimbo" ερωμένη που φορά ψηλοτάκουνες γόβες παντού. Η δύστροπη σύζυγος, ο πολυμήχανος Βρετανός ακαδημαϊκός. Ένα πιτσιρίκι που «θυματοποιείται» και βέβαια το κτίριο που δημιουργεί ο συγγραφέας με τέτοιο τρόπο, ώστε εξαρχής να γνωρίζεις ότι όπου να’ ναι η "μαλακία" θα σκάσει και θα πυροδοτήσει το λουτρό αίματος.
Έχοντας διαβάσει ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων του συγκεκριμένου συγγραφέα, μπορώ να πω με σιγουριά πλέον ότι ο Μάστερτον γράφει τις πλέον άγριες, αιματοβαμμένες και ταυτόχρονα καταπληκτικές σε σύλληψη, ιστορίες τρόμου. Όπως στις περισσότερες, έτσι και δω, για το μοναδικό πράγμα που νοιάζεται είναι ο τρόπος που θα μεταπηδήσει από την μια σφαγή στην επόμενη. Οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες. Οι διάλογοι θυμίζουν μεταγλωττισμένη σαπουνόπερα.
Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται στο να κάνει ρεαλιστικούς χαρακτήρες, ούτε πιστευτούς διαλόγους και εδώ είναι ακριβώς το σημείο όπου του βγάζω το καπέλο.
Ο Μάστερτον χτίζει μια ιστορία αποκλειστικά και μόνο για να χαρίσει στους αναγνώστες όσες περισσότερες αιματηρές σκηνές είναι δυνατόν. Και όσες και αν συμπεριλάβει, ποτέ δεν είναι αρκετές.
Αναρωτηθείτε, αν θέλετε πάλι φανταστείτε, τοίχους να ζωντανεύουν και να τραβάνε ανθρώπους μέσα τους. Φανταστείτε πάλι ανθρώπους που κάθονται στο κάθισμα του αυτοκινήτου τους, να χάνονται και το μόνο που απομένει να είναι μια ματωμένη τρύπα και τα ελατήρια του καθίσματος που εξέχουν.
Ακούγεται γελοίο και όταν το οραματίζεσαι γίνεται ακόμα γελοιότερο. Όμως ο Μάστερτον είναι ένας από τους ελάχιστους που μπορεί να το κάνει να «φανεί» και να «ακουστεί» απόλυτα τρομακτικό, περιγράφοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Ναι, ρε φίλε! Θα ακούσεις τις σάρκες να γδέρνονται και να σκίζονται καθώς πιέζονται πάνω στα τούβλα και θα ακούσεις το θόρυβο από τους χόνδρους και τις αρθρώσεις που σπάνε.
Το «στήσιμο» του βιβλίου είναι τέτοιο που σου δίνει την εντύπωση πως το τέλος θα είναι συνταρακτικό. Η αλήθεια είναι ότι η λύση του τέλους είναι παιδαριώδης και θυμίζει ακόμα μια φορά όχι γουέστερν αλλά «καουμπόικο»
Τελικά νομίζω ότι Οι «παγιδευμένοι» είναι υπεράνω κριτικής.
Μάλλον πρόκειται για ένα μυθιστόρημα από κείνα που μυρίζουν από μακριά b horror fiction, μια καλτίλα που αν σου αρέσει, τότε απλώς σου αρέσει.
Αν πάλι φοβάσαι, πέφτεις και κοιμάσαι.
Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ
Οι Δρύες είναι εγκαταλειμμένο θεόρατο, μάλλον γοτθικό κτίριο, μέσα στο δάσος. Ο Τζακ, ένας μέσος «επιτυχημένος» Αμερικάνος για τους γύρω του, θα το ανακαλύψει –όχι τυχαία- ένα βροχερό απόγευμα καθώς οδηγεί από την δουλειά προς το σπίτι. Θα γοητευτεί , όχι άδικα και θα επιστρέψει (δυστυχώς για εκείνον, ευτυχώς για εμάς) με μια ιδέα που από την αρχή φαίνεται να είναι όνειρο ζωής.
Ο Τζακ εξηγεί στην γυναίκα του ότι θέλει να το κάνει ξενοδοχείο. Δεν ξέρει ακριβώς τον τρόπο , όπως δεν γνωρίζει τίποτε για την Μαγεία των Δρυίδων αλλά ούτε και για το παρελθόν των Δρυών. Η γυναίκα του δεν συμφωνεί και αυτό δείχνει πως είναι η αρχή του τέλους για ένα ήδη φθαρμένο γάμο.
Απτόητος κάνει την προσφορά του, σε ένα μεσίτη και επιστρέφει στις Δρύες μαζί με τον γιό του, οπότε και ξεκινά να ξεδιπλώνεται το σκοτεινό παρελθόν τόσο των Δρυών όσο και όλων εκείνων που έμμεσα ή άμεσα ζούσαν, εργάζονταν ή ακόμα και «φιλοξενούνταν» εκεί.
Η «μαγική» συνταγή, που βασικά μόνο μαγική και μυστική δεν είναι, για ένα πετυχημένο μυθιστόρημα τρόμου ξεδιπλώνεται ακόμα μια φορά. Έχουμε και λέμε:
Ο άνθρωπος, η ζωή του οποίου είναι σχεδόν στο μέσο όρο. Η "Bimbo" ερωμένη που φορά ψηλοτάκουνες γόβες παντού. Η δύστροπη σύζυγος, ο πολυμήχανος Βρετανός ακαδημαϊκός. Ένα πιτσιρίκι που «θυματοποιείται» και βέβαια το κτίριο που δημιουργεί ο συγγραφέας με τέτοιο τρόπο, ώστε εξαρχής να γνωρίζεις ότι όπου να’ ναι η "μαλακία" θα σκάσει και θα πυροδοτήσει το λουτρό αίματος.
Έχοντας διαβάσει ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων του συγκεκριμένου συγγραφέα, μπορώ να πω με σιγουριά πλέον ότι ο Μάστερτον γράφει τις πλέον άγριες, αιματοβαμμένες και ταυτόχρονα καταπληκτικές σε σύλληψη, ιστορίες τρόμου. Όπως στις περισσότερες, έτσι και δω, για το μοναδικό πράγμα που νοιάζεται είναι ο τρόπος που θα μεταπηδήσει από την μια σφαγή στην επόμενη. Οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες. Οι διάλογοι θυμίζουν μεταγλωττισμένη σαπουνόπερα.
Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται στο να κάνει ρεαλιστικούς χαρακτήρες, ούτε πιστευτούς διαλόγους και εδώ είναι ακριβώς το σημείο όπου του βγάζω το καπέλο.
Ο Μάστερτον χτίζει μια ιστορία αποκλειστικά και μόνο για να χαρίσει στους αναγνώστες όσες περισσότερες αιματηρές σκηνές είναι δυνατόν. Και όσες και αν συμπεριλάβει, ποτέ δεν είναι αρκετές.
Αναρωτηθείτε, αν θέλετε πάλι φανταστείτε, τοίχους να ζωντανεύουν και να τραβάνε ανθρώπους μέσα τους. Φανταστείτε πάλι ανθρώπους που κάθονται στο κάθισμα του αυτοκινήτου τους, να χάνονται και το μόνο που απομένει να είναι μια ματωμένη τρύπα και τα ελατήρια του καθίσματος που εξέχουν.
Ακούγεται γελοίο και όταν το οραματίζεσαι γίνεται ακόμα γελοιότερο. Όμως ο Μάστερτον είναι ένας από τους ελάχιστους που μπορεί να το κάνει να «φανεί» και να «ακουστεί» απόλυτα τρομακτικό, περιγράφοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Ναι, ρε φίλε! Θα ακούσεις τις σάρκες να γδέρνονται και να σκίζονται καθώς πιέζονται πάνω στα τούβλα και θα ακούσεις το θόρυβο από τους χόνδρους και τις αρθρώσεις που σπάνε.
Το «στήσιμο» του βιβλίου είναι τέτοιο που σου δίνει την εντύπωση πως το τέλος θα είναι συνταρακτικό. Η αλήθεια είναι ότι η λύση του τέλους είναι παιδαριώδης και θυμίζει ακόμα μια φορά όχι γουέστερν αλλά «καουμπόικο»
Τελικά νομίζω ότι Οι «παγιδευμένοι» είναι υπεράνω κριτικής.
Μάλλον πρόκειται για ένα μυθιστόρημα από κείνα που μυρίζουν από μακριά b horror fiction, μια καλτίλα που αν σου αρέσει, τότε απλώς σου αρέσει.
Αν πάλι φοβάσαι, πέφτεις και κοιμάσαι.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου