RSS

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

ΝΕΚΡΟΝΟΜΙΚΟΝ


“No new horror can be more terrible than the daily torture of the commonplace.”

H. P. Lovecraft, Necronomicon: The Best Weird Tales

«Το βιβλίο Νεκρονομικόν είναι ένα βιβλίο φαντασίας» αυτή τη φράση δανείζομαι από μία παρουσίασή του∙ας μου επιτραπεί να έχω τις αμφιβολίες μου.
Η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου έγινε κάπως ανορθόδοξα, δεδομένου ότι βασίζεται στο βιβλίο που παρουσίασε πρώτος ο Λάβκραφτ μέσα από τα διηγήματά του, σαν ένα βιβλίο που κρύβει την σοφία χαμένων εποχών και τα μυστικά των πλασμάτων της λεγόμενης «μυθολογίας Κθούλου», τα οποία και αγνοούσα παντελώς πριν την ανάγνωση του «Χειρογράφου των Νεκρών», γεγονός που με προβλημάτισε έντονα καθώς ετοιμαζόμουν να το διαβάσω. Πάρα αυτά, αποφάσισα να το ξεκινήσω και παράλληλα να ανατρέχω σε πληροφορίες, όπου θα μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω το κείμενο. Οπλίστηκα με την πανοπλία κατά των πολύκροτων «μπεστ σέλερς» και ξεκίνησα την ανάγνωση.
Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο χρειάστηκε κάτι λιγότερο από 30 ώρες για να γυρίσει ανάποδα και να σκεπαστεί με το οπισθόφυλλο, το οποίο χάιδεψα με την ίδια νοσταλγία που κάνω σε κάθε αγαπημένο μου βιβλίο όταν τελειώνει. Στο μυαλό μου τεράστια ερωτήματα και πάνω από όλα το «είναι φαντασία;» ή μήπως οι θρησκευτικές καταβολές πάνω στο ηθικό δίπολο καλού-κακού μας έχουν ενσωματώσει έναν φόβο για το άγνωστο και τον κοσμικό τρόμο, ο οποίος όμως, υπερβαίνει τα όρια μιας ηθικοπλαστικής αντίληψης της πραγματικότητας με απόλυτους όρους. Αντ’ αυτού το βιβλίο μας εισάγει στον κίνδυνο που διατρέχει ο άνθρωπος να έρθει αντιμέτωπος με τη γνώση, που τόσο επιπόλαια αποζητά, η οποία όμως όχι απλώς δε θα τον ωφελήσει, αλλά θα του αποκαλύψει πως στην ουσία το διάστημα και ο κόσμος ανήκει σε πλάσματα πολύ πιο μοχθηρά και ισχυρά από εκείνο που πίστευε ως κακό και η μόνη του πορεία δεν είναι άλλη από την απόλυτη καταστροφή.
Με την μαγική του πένα ο Αντώνης Αντωνιάδης με έχρησε κατά έναν περίεργο τρόπο και εντελώς αβίαστα συνοδοιπόρο του Φιλήτα. Με μια αριστοτεχνική τριτοπρόσωπη αφήγηση, που έτσι και αλλιώς γίνεσαι παρατηρητής των γεγονότων, συνάντησα σ’ αυτό το βιβλίο κάτι που μόνο σε κείμενα του Μπόρχες ένιωσα, έγινα ταυτόχρονα και «κομπάρσος». Ταξίδεψα μαζί του από την Κωνσταντινούπολη μέχρι και την Πάτμο, όπου θα πω ήταν και η αγαπημένη μου στάση, κουβαλώντας μαζί μου το βιβλίο των νεκρών, μια παράξενη κληρονομία που ή θα κατακτήσεις αψηφώντας τα πάντα, ή θα σε κυριεύσει με το χειρότερο τρόπο. Οι λεπτομέρειες στην περιγραφή των χώρων και των κτιρίων αποδεικνύουν περίτρανα πως ο συγγραφέας έχει μελετήσει την Βυζαντινή εποχή σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να δίνει τόσο πιστές και ζωντανές περιγραφές. Είναι αξιοσημείωτο το πώς τόσο εκτενείς αναφορές δεν κουράζουν. Ο συγγραφέας μοιάζει να αναδομεί τους χώρους για να δημιουργήσει ένα περιβάλλον, ιδανικά χωροταξικά τοποθετημένα τα πάντα, έτσι ώστε να δηλώνουν αφ’ ενός την μεγαλοπρεπή ύπαρξή τους, αλλά να μην επεμβαίνουν διόλου στην εξέλιξη, γεγονός το οποίο δίνει στην πλοκή μια ασαφή σκοταδιστική ατμόσφαιρα χωρίς να μπει στον κόπο να κάνει σκοτεινές περιγραφές συνεχώς.
Έγινε ασυνείδητα και δεν αντιλαμβανόμουν πλέον τον χωροχρόνο σαν εικόνα στο μυαλό, αλλά σαν μια τρισδιάστατη ταινία, όπου περπατάω ανάμεσα σε κόσμο, χαζεύω κτίρια, μπαίνω στο Πατριαρχείο, μέχρι και που καταφέρνω να μυρίζω. Η εμπειρία αγγίζει τα όρια της αναγνωστικής παράνοιας και όχι μόνο δεν με τρομάζει, αλλά με πιέζει να φτάσω στα όρια μου, σκέφτομαι να ανοίξω το πιθάρι με τα πτώματα στα κρυφά, να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών και να δω τι γίνεται πιο πέρα. Αναμιγνύομαι στις μάζες με τα παράξενα πλάσματα και τους μέχρι τώρα φανταστικούς δαίμονες, μια δυναμική περιγραφή που προσδίδει τραγικότητα και έμφαση στο ήδη έντονο υπερφυσικό στοιχείο, και παρόλα αυτά παραμένω διάφανη και άτρωτη με μια αίσθηση δίνης να με κατακλύζει.
Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται μοναδικά, άλλοτε ήρωες και άλλοτε δυνάστες, παλεύουν για το όνειρο που ποικίλει στον καθένα, αλλά παραμένει στόχος και αυτοσκοπός, αλληλεπιδρούν, ηττούνται , μεταλλάσσονται.
Η γλώσσα με παρασύρει από την αρχή, σύγχρονη μεν, πλούσια πολύ όμως, με αριστοκρατική αίγλη, όπως τα τελευταία κείμενα που γράφτηκαν σε πολυτονικό,με αποτέλεσμα τα σκοτεινά γεγονότα να μην έχουν την επίπτωση που θα πίστευα ότι θα έχουν επάνω μου. Η φρίκη έκδηλη από τις πρώτες κιόλας σελίδες, στα πλαίσια του υπερφυσικού, προκαλεί μια ένταση και σε συνδυασμό με την γρήγορη σχεδόν κινηματογραφική ροή σε κάνει να μην θες να αφήσεις από τα χέρια σου αυτό το υποδειγματικά γραμμένο βιβλίο. Δεν έχω κατανοήσει ακόμα το πώς και το γιατί, αν και όδευα όταν το συνειδητοποίησα, σιγά σιγά προς το τέλος, όπου ο Λέων έχει φτάσει πλέον στην Πάτμο, έχει ετοιμάσει την άτυπη κλινική του και μελετά, μετρώντας αντίστροφα, το Νεκρονομικόν, υπήρχαν στιγμές που η όλη αφήγηση μου φάνταζε σαν απαγγελία ευαγγελίου. Ταυτόχρονα κάπου εκεί πίσω μπορώ να βλέπω τον Φιλήτα ντυμένο με λευκή ιατρική ποδιά, νοσοκόμο στο πλάι και σκαλέτα ανά χείρας. Ξέρω είναι διαστροφή αναγνωστική, η οποία όμως προέρχεται καθαρά από την μεστή γραφή και τον πλούσιο λόγο.
Το βιβλίο είναι ατμοσφαιρικό και παρουσιάζει με σαφήνεια όλες τις σκηνές, δίνοντας έμφαση και στον χώρο. Ο συγγραφέας μεταλλάσσεται και γίνεται σκηνοθέτης από απλός σεναριογράφος, κάτι το οποίο αποτελεί μεγάλη βοήθεια για τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα παγίδα, υποδεικνύοντας σε γκρο πλαν ποια σκηνή να παρακολουθήσουμε, καθώς στο παρασκήνιο στήνει το φινάλε και είναι έτοιμος για την μεγάλη ανατροπή. Εικόνες δημιουργούνται στο λεπτό και ξεπετάγονται, η δε εξέλιξη των χαρακτήρων τους κάνει να μεταμορφώνονται στην στιγμή, όπως εκείνα τα χαρακάκια που είχαμε παιδιά, τα τρισδιάστατα, που έπαιζαν με το φως και την υφή και δημιουργούσαν αυταπάτη κίνησης.
Διαβάζω και δημιουργώ σύγχρονες εικόνες χωρίς όμως αυτό να μου χαλάει την ατμοσφαιρική μαγεία της εποχής.
Ο Αντώνης Αντωνιάδης μοιάζει να έχει εντρυφήσει στην μελέτη των Ιστορικών γεγονότων της εποχής. Στο βιβλίο συνάντησα σε πολλά σημεία φιλοσοφικές αναφορές, ιστορικές παραπομπές και θρησκευτικές αναζητήσεις έως και αναθεωρήσεις. Σαφώς, δεν μπορώ να μπω σε καμία διαδικασία παραλληλισμού ή συσχέτισης γεγονότων και ατόμων, αφού τα αρχαία κείμενα μου είναι άγνωστα. Όταν τελείωσα την ανάγνωση και την ανασκόπηση των όσων συνάντησα, διαπίστωσα με μεγάλη μου χαρά ότι το παραπάνω γεγονός δεν αποτέλεσε, ούτε για μία γραμμή, ανασταλτικό παράγοντα κατανόησης του βιβλίου και των θεωριών κοσμοπλασίας που μας παρουσιάζονται. Τούτο οφείλεται στην άριστη γνώση των ιστορικών γεγονότων, την μελέτη και κατανόηση των συγγραμμάτων του Λάβκραφτ και φυσικά στην μοναδική του ικανότητα να μετατρέπει ακόμα και ένα απλοϊκό γεγονός, που θα φάνταζε και βαρετό, σε μια σκηνή βγαλμένη από στούντιο της Paramount.
Εν κατακλείδι είναι ένα βιβλίο που θα μπορέσει να ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη σε ένα μεγάλο φάσμα κατηγοριών: από φαντασίας, ιστορικού μέχρι και τρόμου.
Ένα μυθιστόρημα που δεν πρέπει να λείπει από την βιβλιοθήκη μας, κάτι που είναι αυτονόητο και κατανοητό για τους λάτρεις του Λάβκραφτ, αλλά θεωρώ ότι και όλοι οι υπόλοιποι φανατικοί του φανταστικού ή μη, θα το λατρέψουν.
Υ.Γ. Στις πέντε πρώτες σελίδες η πανοπλία προστασίας κατά των υπερφίαλων πολύκροτων εκδόσεων είχε φύγει από πάνω μου και ανάλαφρη αφέθηκα σ’ ένα κοσμικό ταξίδι δίχως επιστροφή. Κανείς δεν μπορεί ποτέ να παραμείνει ο ίδιος διαβάζοντάς το.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου