RSS

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΩΤΣΑΣ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Έχουμε την τιμή και την χαρά να φιλοξενούμε στο blog μας τον κύριο Γιώργο Γιώτσα με αφορμή το νέο του βιβλίο ‘Κάτω από το κρεβάτι’




Καλησπέρα Γιώργο.Θα ήθελα πρώτον να σε ευχαριστήσω θερμά για αυτήν την συνέντευξη. Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε για το βιβλίο σου θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για εσένα ώστε να σε γνωρίσουν καλύτερα οι φίλοι μας.

Βίκυ σε ευχαριστώ, είναι δική μου τιμή και χαρά να είμαι στην παρέα σας. Άλλωστε είμαι επίσης μέλος στην ομάδα Βιβλιοαρώματα και η χαρά που νιώθω είναι διπλή που είμαστε μαζί.
Επειδή δεν είμαι καλός να μιλάω για εμένα (γέλια), θα παραθέσω ένα βιογραφικό που έχει ανέβει στο διαδίκτυο:
“Oι γονείς του ήταν από την επαρχία αλλά ο Γιώργος Γιώτσας έμελλε να γεννηθεί και να μεγαλώσει στην Αθήνα. Από το σχολείο άρχισε να γράφει ιστορίες και παραμύθια, όμως η συγγραφή θα τον κέρδιζε αρκετά χρόνια αργότερα. Ασχολήθηκε με το σκίτσο, τα κόμιξ, το τραγούδι και την ηθοποιία, αλλά όταν η συγγραφή επέστρεψε στη ζωή του, ήταν για να μείνει. Έμπνευση βρήκε τις μικρές ώρες της νύχτας, μόνος του σε μια ρεσεψιόν ξενοδοχείου. Από την πρώτη του συμμετοχή σε πανελλήνιο διαγωνισμό που συνοδεύτηκε με τη βράβευση του διηγήματος του «Το Χρυσαφένιο Χωράφι» ως ένα από τα καλύτερα που έλαβε η κριτική επιτροπή, μέχρι και σήμερα, έχουν περάσει επτά χρόνια, μέσα στο οποία είδε διηγήματα του να διακρίνονται σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και να εκδίδονται σε ανθολογίες ενώ, οι εκδοτικοί Momentum και Λυκόφως εξέδωσαν τα τρία προσωπικά του βιβλία «Εκείνος που ψιθυρίζει πάνω από τα βουνά» (εκδ. Μomentum, 2012), «Εκ Νεκρών» (εκδ. Λυκόφως, 2015) και «Κάτω από το Κρεβάτι» (εκδ. Λυκόφως, 2017), βιβλία που όλα συνέλεξαν διακρίσεις και βραβεία. Ο συνάδελφος του, Γιάννης Μαργέτης, είχε γράψει ότι «Ο Γιώτσας αγαπάει αυτό που κάνει». Esquire, Mystery, Tv Zapping και Athens Voice κάποια μόνο από τα μέσα που φιλοξένησαν συνεντεύξεις και αφιερώματα για το συγγραφέα. Ο Γιώργος συνεχίζει να γράφει με συνέπεια και αυτό τον καιρό ετοιμάζει παράλληλα με άλλα, το τέταρτο προσωπικό του βιβλίο” 

Πως προέκυψε η συγγραφή στην ζωή σου;

Iούνιος. Γυρίζω σπίτι μετά από μια κουραστική βραδιά στο ξενοδοχείο. Οι άνθρωποι τριγύρω μου τρέχουν σαν ηλίθιοι για να προλάβουν τις δουλειές τους, κάτι που είχα κάνει κι εγώ, περίπου εννιά ώρες νωρίτερα. 
  Παρατηρώ τις ακτίνες του ήλιου που λούζουν αργά τη βρόμικη πόλη. Το πρωινό είναι πραγματικά υπέροχο, πλημμυρισμένο από εκείνη την ευχάριστη ζεστασιά που μόνο οι πρώτες καλοκαιρινές μέρες μπορούν να σου προσφέρουν.
  Περνάω από το Λαϊκό Νοσοκομείο, όπως κάθε φορά που πηγαίνω σπίτι. Ξαφνικά, το βλέμμα μου πέφτει σε μια ξανθιά, αδελφή νοσοκόμα -κανονική νοσοκόμα, με την άσπρη ρόμπα της και τα πράσινα τσόκαρα στα πόδια- που στέκεται απέναντι, σε ένα από τα πολλά μαγαζιά με τις μπαγιάτικες τυρόπιτες στις προθήκες και τις μύγες να πετούν νωχελικά από πάνω τους.
   Η ματιά μου αιχμαλωτίστηκε για λίγο στην εικόνα της. Κοιτούσε με μεγάλα μαύρα μάτια τον αχνογάλανο ουρανό -λες και διάβαζε κάποιο κρυφό μήνυμα εκεί πάνω- ενώ έπινε πορτοκαλάδα από μεταλλικό κουτάκι με καλαμάκι. Πρόσεξα ότι η έκφρασή της φλέρταρε επικίνδυνα με την πλήρη αποβλάκωση. Παρατήρησα ακόμα ότι τα χείλη της είχαν αγκαλιάσει σφιχτά το δίχρωμο καλαμάκι και ρουφούσε το αναψυκτικό, σαν γελάδι στην ποτίστρα. 
Νομίζω ότι κάπου εκεί σκέφτηκα ότι η ζωή μπορεί να είναι απλά βαρετή. Ανούσια. Μάταιη.
 Όταν έπεσα να κοιμηθώ, έκλεισα τα βλέφαρά μου αλλά αυτό που έβλεπα ξανά και ξανά, ήταν η εικόνα του ξανθού “μοσχαριού” που μασουλούσε και ρούφαγε μακαρίως από το δαγκωμένο καλαμάκι... Σκέφτηκα τη ζωή που μπορεί να κρυβόταν πίσω από το κενό βλέμμα της νοσοκόμας... αλλά πριν βγάλω οποιοδήποτε πόρισμα, σκέφτηκα τη δική μου ζωή: απογευματινές και βραδινές βάρδιες σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο, ισολογισμοί, χαρτούρα, ψεύτικα χαμόγελα και check in, check out, check in, check out, check in, check out... 
  Λίγο πριν βουλιάξω στον κόσμο του ύπνου, σκέφτηκα να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι που να δώσει στη ζωή νόημα και χρώμα γιατί μάλλον δεν υπήρχαν. Ή απλά είχαν ξεθωριάσει. 
  Αποφάσισα να γράψω. Όχι εντελώς συνειδητά. Ήρθε ακάλεστο: Εγώ, απλά συμφώνησα.”
- Από την εισαγωγή του εξαντλημένου “Εκείνος που ψιθυρίζει πάνω από τα βουνά και άλλες ιστορίες” (εκδ. Momentum, 2012)

Ποιο ήταν το έναυσμα για να ασχοληθείς με την λογοτεχνία τρόμου/ φανταστικού;



“Γράφω γιατί μ’ αρέσει. Νιώθω -είναι η αλήθεια-, να λαμβάνω μηνύματα από ένα σκοτεινό μέρος του μυαλού μου, μηνύματα που πρέπει να γίνουν ιστορίες. Όταν αυτές τελειώνουν -όταν η αποστολή μου έχει τελειώσει και βλέπω την ιστορία να μου χαμογελάει απ' το χαρτί-, τότε αισθάνομαι απλά υπέροχα. 
  Γιατί όμως ιστορίες φαντασίας/τρόμου και όχι ας πούμε, παιδικά παραμυθάκια; Kαλή ερώτηση αλλά η απάντηση είναι πολλή εύκολη και έρχεται αβίαστα. Γιατί φοβάμαι. 
   Ο Ρικάρντο Πίλια είχε πει ότι κάθε ιστορία έχει πάντα μέσα της δύο ιστορίες. Τη φανερή - και την κρυφή. Εγώ θα σας μιλήσω για τη δεύτερη.
Θέλω να γράψω για τα πράγματα που φοβάμαι... Τις σκιές που βλέπω πίσω από την ντουλάπα το βράδυ.. Τα ουρλιαχτά που ακούω πέρα από τον ορίζοντα.. Τα σιγανά γέλια κάτω από το πάτωμα.. Τις διαβολικές αντανακλάσεις της φωτιάς στον τοίχο.. Το θρόισμα της κουρτίνας μια καλοκαιρινή μέρα... 
Γι’ αυτά και για πολλά άλλα ακόμα...”
- Από την εισαγωγή του εξαντλημένου “Εκείνος που ψιθυρίζει πάνω από τα βουνά και άλλες ιστορίες” (εκδ. Momentum, 2012)

"Κάτω από το κρεβάτι" το νέο σου βιβλίο και πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων. Θα ήθελα να μας πεις δύο λόγια για αυτό. Τι κρύβεται τελικά κάτω από το κρεβάτι;




Kάθε αδιάβαστο βιβλίο, είναι μια πόρτα που δεν έχεις ανοίξει ακόμη. Αν θέλετε να δείτε τι κρύβεται “Κάτω από το κρεβάτι” σας προσκαλώ, να ανοίξετε αυτή την πόρτα -και να δείτε. 
Να αφουγκραστείς εσύ... αυτό που είναι κρυμμένο εκεί για εσένα.
Το “Κάτω από το Κρεβάτι” είναι ένα σκοτεινό δωμάτιο (αν και κάποιοι θα έλεγαν, μια αγωνιώδη βόλτα με ένα τραινάκι σε λούνα παρκ του τρόμου)... Και μέσα του υπάρχουν έννοιες όπως η ανθρώπινη αδικία, αδυναμία αλλά και σκληρότητα. Έννοιες όπως η ελπίδα, ο έρωτας, και τα ανθρώπινα συναισθήματά. Έννοιες όπως η απώλεια και η θλίψη, η ψυχική υγεία, ή ζωή μετά θάνατον, το καλό και το κακό. 
Και όλες εκείνες οι σχισμές στο ύφασμα της πραγματικότητας.

Πόσο χρόνο διήρκεσε η συγγραφή του βιβλίου σου;



Ένας συγγραφέας μπορεί να γράψει ένα βιβλίο μέσα σε τρεις μέρες (αν πιστέψουμε τον King, στο “Οργή“ ) ή μπορεί να χρειαστεί χρόνια (βλ. George R.R. Martin και “Το Παιχνίδι του Στέμματος”). Προσωπικά έχω βιώσει περίεργα το χρόνο και στα τρία βιβλία που έγραψα μέχρι τώρα. Αυτό γιατί γράφω χωρίς συνεχόμενη ροή -χρονικά- και δεν μιλάω μόνο για τα διηγήματα που είναι εξ ορισμού διαφορετικές ιστορίες. Γράφω σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και σε διαφορετικά μέρη. Το μυθιστόρημα “Εκ Νεκρών” θυμάμαι να το γράφω σε Αθήνα, Θεολόγο, Χερτφορνσάηρ, Λονδίνο και πάλι Αθήνα, σε διαφορετικές περιόδους. Έτσι και το “Κάτω από το Κρεβάτι”, έχει διηγήματα που έχω γράψει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και μέρη. Το παλαιότερο είναι (ένα από τα αγαπημένα του αναγνωστικού κοινού και horror) το “Tερατογέννεση” που είχα ετοιμάσει για το πρώτο προσωπικό βιβλίο το 2011- αλλά εν τέλει έχουμε στο τρίτο το “Κάτω από το Κρεβάτι”, μαζί με άλλα ετερόκλητα διηγήματα που έχουν όμως κοινές συνισταμένες -και έχω γράψει από τότε, μέχρι και το 2016. Το αποτέλεσμα δένει πέρα από κάθε προσδοκία και οι κριτικές από τους αναγνώστες και του λάτρεις του είδους με κάνουν περήφανο και χαρούμενο γιατί τονίζουν αυτή την ανομοιομορφοία και δίνουν βάρος στα κοινά στοιχεία που ενώνουν τα διηγήματα αυτά. 

Τι μηνύματα προσπαθεί να περάσει ένας συγγραφέας που γράφει ιστορίες τρόμου;

Συνειδητά δεν προσπαθώ να περάσω κάποιο μήνυμα. Δεν προσπαθώ να κάνω ηθικοπλαστικά τα βιβλία μου, ή να κατευθύνουν τον αναγνώστη προς κάποια ιδέα. 
Πιστεύω ότι η δουλειά του συγγραφέα είναι να αφηγείται την ιστορία. Όλα τα υπόλοιπα είναι επιτήδευση. Όπως είχε πει και ο ομότεχνος Ρίτσαρντ Φλάναγκαν:
“Τα βιβλία δεν είναι καθρέπτες της ζωής, τα βιβλία δεν μας εξηγούν τη ζωή, ούτε συνιστούν οδηγίες για τη ζωή. Τα βιβλία είτε είναι η ίδια η ζωή είτε δεν είναι τίποτα”
Γράφω εκείνο που μου ψιθυρίζει η Μούσα και πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει απλά... ένα συναρπαστικό βιβλίο, χωρίς να υπάρχει πάντα κάποιο βαθύτερο αίτιο -παρά η ίδια η ζωή! Και μέσα από το βιβλίο αυτό -που είπαμε ότι είναι η ίδια η ζωή- ο καθένας μας θα αφουγκραστεί το νόημα που απευθύνεται σε εκείνη και σε εκείνον.
Αλλά είναι γνωστό ότι ενώ η λογοτεχνία είναι μαγεία, η λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου είναι ...μαύρη μαγεία! 
Tι θα ήθελα να μείνει στους αναγνώστες μετά την τελευταία σελίδα; Τι μένει μετά από μια βουτιά σε έναν πραγματικό κόσμο γαρνιρισμένο με τρόμο και φαντασία; Eκείνη η μοναδική αίσθηση (λίγο χαρά, λίγο φόβος, λίγο ενθουσιασμός, ανυπομονησία) μετά από μια βόλτα στο λούνα παρκ με το τραινάκι το τρόμου.

Τα περισσότερα διηγήματα δεν έχουν ξεκάθαρο τέλος στις ιστορίες τους.Το ίδιο έχεις επιλέξει και εσύ να κάνεις σε κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου σου. Για ποιο λόγο θέλησες να το κάνεις αυτό;

Πιστεύω στην λογοτεχνία του φανταστικού -και το είδος της λογοτεχνίας που υπηρετώ με αγάπη δεν είναι ένα είδος που προσφέρει μόνο ψυχαγωγία ή ανατριχίλες. Eίναι η λογοτεχνία που σε γεμίζει αδρεναλίνη, θέτει το μυαλό σου σε λειτουργία και σου δίνει ακόμα, τροφή για σκέψη. 
Πιστεύω επίσης ότι ένα «μέτριο» τέλος μπορεί να καταστρέψει μια καλογραμμένη ιστορία. Και ειλικρινά χαίρομαι που οι περισσότεροι αναγνώστες στάθηκαν στο τέλος τόσο του μυθιστορήματος “Εκ Νεκρών” (εκδ. Λυκόφως, 2015) όσο και στο τέλος αρκετών διηγημάτων από το “Κάτω από το Κρεβάτι” (εκδ. Λυκόφως, 2017) -ένα που μου έρχεται τώρα στο μυαλό είναι το διήγημα που ανοίγει τη συλλογή, “Το Φεγγάρι των Νεκρών” που το τέλος του έγινε από τους αναγνώστες, το σημείο αναφοράς της διήγησης.
Έτσι είναι. Με τιμάει ειλικρινά αυτό, καθώς είναι ιδιαίτερες σκηνές, είναι όπως μια ζυγαριά που ταλαντεύεται, αφήνει σε κάποιους μια γαλήνη και σε κάποιους άλλους μια ανησυχία•  δημιουργεί σε όλους όμως συναισθήματα.

Πολλές από τις ιστορίες σου έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς.Πώς αισθάνεσαι για αυτήν σου την επιτυχία;



Χαρά και υπερηφάνεια για να μιλήσουμε ειλικρινά. Ειδικά για διαγωνισμούς όπως ο παγκόσμιος του Writer Digest USA όπου είχα την τιμή τότε να είμαι ο μοναδικός Έλληνας που διακρίθηκε. Έχω καταλάβει  ότι όλα είναι δυνατά. Επίσης, η τύχη παίζει ρόλο. Άλλες φορές κλείνει τα μάτια και άλλες φορές σε κοιτάει κατάματα. 
Θέλω όμως να υπογραμμίσω -και αυτό το γράφω με όλη μου την καρδιά- ότι αφενός για τους νέους συγγραφείς οι διαγωνισμοί δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός ποτέ, αλλά εμπειρίες όσο προχωράνε, και κυρίως ότι η αγάπη του κόσμου και των αναγνωστών δεν συγκρίνεται επ ουδενί με κανένα βραβείο διαγωνισμού. Δε συγκρίνεται με καμία βράβευση ποτέ και πουθενά. Αυτή η αγάπη είναι το μεγαλύτερο βραβείο, και είμαι ευτυχισμένος και ευγνώμων για αυτό.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας τρόμου;

Ο Έντγκαρντ Άλαν Πόε, ο Στίβεν Κινγκ, ο Ρέι Μπράντμπερι και ο Νιλ Γκέιμαν είναι μερικοί απο τους συγγραφείς φαντασίας και τρόμου που έχω διαβάσει αρκετά. Επίσης Χάουαρντ Φίλιπς Λόβκραφτ, Άρθουρ Μάχεν, Πίτερ Στράουμπ από του νεότερους αλλά και άλλους. Και φυσικά όχι μόνο τρόμου, διαβάζω τα πάντα: Ξεκίνησα με Μενέλαο Λουντέμη, Κάρολο Ντίκενς, Ιούλιο Βέρν, λάτρεψα Ναμπόκοφ και Γκλόλντινγκ, ταξίδεψα με Καμί.. Η λίστα είναι πολύ μεγάλη. Αλλά ο αγαπημένος μου συγγραφέας (και όχι μόνο τρόμου καθώς το έργο του είναι πολύπλευρο) είναι ο Stephen King. Aγαπημένος τόσο ως συγγραφέας όσο και επειδή τα βιβλία του σημάδεψαν μια πολύ ιδιαίτερη περίοδο της ζωής μου.

Stephen King.Μια ιδιαίτερη σχέση. Θα ήθελα να μου πεις δύο λόγια για την γνωριμία σου με το βασιλιά.



Ήταν μια συνάντηση και γνωριμία που μου άλλαξε τη ζωή. Επιτρέψτε μου να σας παραθέσω ένα κείμενο από όσα δημοσιεύθηκαν στο επίσημο blog των εκδόσεων Bell και στο περιοδικό Esquire για τη συνάντηση αυτή:
“Είθε οι μέρες σας να είναι πολλές και ευχάριστες οι νύχτες σας” είχε γράψει ο Βασιλιάς στον “Μαύρο Πύργο”. Για τις μέρες δεν μπορώ να είμαι σίγουρος (μπορεί ναι, μπορεί και όχι) αλλά χάρη στο Stephen King, πολλές νύχτες μου έγιναν πιο ευχάριστες, γεμάτες από την ατελείωτη μαγεία των ιστοριών του.

Είναι άνοιξη του 2009 και εγώ συμπληρώνω τρία χρόνια άνεργος. Μαζί με την ανεργία έρχεται και η αρρώστια του κυρίου Κ να ταράξει μια και για πάντα τα νερά στην οικογένεια μας, να τα αλλάξει όλα... Πολλά έχουν μαζευτεί και πολλά περνάνε από το μυαλό εκείνες τις στιγμές. 
Το μόνο μου καταφύγιο από όλα είναι η συγγραφή που είχα ξεκινήσει και φυσικά οι ιστορίες φαντασίας και τρόμου, ειδικά εκείνες του μαιτρ Stephen King.

Διάβαζα μέχρι να πάει αργά και όταν ήθελα να νομίζουν ότι κοιμάμαι, έσβηνα τα φώτα, κουκουλωνόμουν και μες το σκοτάδι με την συντροφιά ενός ακούραστου φακού, χανόμουν σε κόσμους όπου δεν υπήρχαν ανεργίες και αρρώστιες... Εκεί υπήρχαν άλλα, φρικτά τέρατα. Υπήρχε όμως και μαγεία, υπήρχε ελπίδα και αγώνας για σωτηρία. Χανόμουν σε τοπία, ήχους, μυρωδιές, ανθρώπους και πλάσματα που ποτέ δεν πέρασαν από τις άχρωμες τηλεοράσεις και τα δελτία ειδήσεων. Ήταν το λιμάνι μου, το δικό μου Μπου΄για Μουν...
Και ξαφνικά βρήκα δουλειά. Ρεσεψιονίστ σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο. Όχι κάτι ανάλογο των σπουδών σε Ελλάδα και Αγγλία αλλά δουλειά. Πάλεψα σκληρά τους πρώτους μήνες αλλά τα κατάφερα και καθιερώθηκα δίπλα στους παλαιότερους συναδέλφους.
Η ζωή όμως είναι γεμάτες πόρτες. Και για κάθε καλή που ανοίγεις με φόρα, άλλες δύο γεμάτες σκοτάδι, ανοίγουν μια χαραμάδα, αργά, τρίζοντας... Η οικογένεια μου χτυπήθηκε σοβαρά και από δεύτερη αρρώστια, ακόμα πιο ύπουλη. Οι φιγούρες και οι σταθερές που γέμιζαν το μυαλό και την καρδιά μου ξεθωριάζουν. Την ίδια ώρα η “Κρίση” τραβάει το χαλί -και τα σκουπίδια από κάτω μας πνίγουν. “Το τέλος του κόσμου” έρχεται από τη βραχνή φωνή του Michael Stipe αλλά δεν νιώθω καλά.  Η δουλειά μου είναι μια ελπίδα αλλά ταυτόχρονα και μια θηλιά, φαντάζει ένα καλό χαρτί σε μια άνιση μάχη.

Είναι Αύγουστος του 2011 και βρίσκομαι σε μια ακόμη νυχτερινή βάρδια κοιτάζοντας έξω την σκοτεινή Μιχαλακοπούλου. Στο μυαλό μου οι σκέψεις γυρίζουν σαν ξυραφάκια. Η άδεια ρεσεψιόν δεν μου δίνει απαντήσεις. Ο χώρος είναι σαν νεκροταφείο. Πνίγομαι. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου διαπερνούν διστακτικά τη γυάλινη δίφυλλη πόρτα του ξενοδοχείου και εγώ καθισμένος ακόμα στο ζεστό λυκόφως που νιώθω σαν σπίτι παίρνω μια απόφαση: Μόλις έρθει ο διευθυντής μου το πρωϊ, υποβάλω την παραίτηση μου. Όσα χρήματα έχω μαζέψει τα ξοδεύω παρέα με την οικογένεια και όταν αυτά τελειώσουν δεν ξέρω τι θα κάνω. (Αν και αυτό είναι ψέμα, ήξερα τι θα κάνω).

Κοιτάω τα πάντα και τα αποχαιρετώ νοητά, από τον πάγκο υποδοχής, μέχρι τους υπολογιστές και τα έπιπλα στο λόμπι. Έχω υπογράψει την καταστροφή μου και δεν το συνειδητοποιώ. Δεν με νοιάζει μάλλον. Σε λίγο έρχεται η αλλαγή βάρδιας και τέλος.



Τότε έγινε κάτι που άλλαξε τη ζωή μου: Ο Bασιλιάς εμφανίστηκε και μου άπλωσε το χέρι. Εντελώς τυχαία -όπως με τα σπουδαία πράγματα της ζωής μερικές φορές- βλέπω στο internet μια μικρή παρουσίαση-έκπληξη που θα κάνει ο αγαπημένος Stephen King στη Virginia των Ηνωμένων Πολιτειών ένα μήνα μετά! “Περιορισμένα V.I.P. εισιτήρια για συνάντηση με τον Stephen King” λέει η διαφήμιση και ξαφνικά όπως το νερό γεμίζει έναν άδειο κουβά, αυτό γεμίζει τα πάντα μέσα μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, μου φαίνεται ότι πρέπει να το κάνω οπωσδήποτε, πρέπει να συναντήσω τον άνθρωπο που μου χάρισε τόσες ώρες μαγείας στη ζωή μου. Κάνω υπολογισμούς για τα χρήματα του εγχειρήματος. Δεν φτάνουν. Χρειάζομαι τη δουλειά, πρέπει να συνεχίσω. Ο διευθυντής μου έρχεται. Δεν έχει καμία παραίτηση. Αντίθετα του ζητάω άδεια πέντε ημέρες για το ταξίδι. Λέει όχι. Ζητάω τρεις, μια να πάω, μια για τη συνάντηση και μια να γυρίσω. Λέει όχι, το πρόγραμμα έχει βγει δεν μπορεί να το αλλάξει. Εκτός.. αν θέλουν να με αλλάξουν οι συνάδελφοι μου... Σκέφτομαι πως αν δεν καταφέρω να αλλάξω με τους συναδέλφους μπορεί και να αρρωστήσω εκείνες τις μέρες. Ζητάω εκείνες τις extra τρεις μέρες ρεπό και θα δουλέψω πολύ ας με βάλει πριν και μετά συνεχόμενα.. Δεν πειράζει, τρεις μέρες φτάνουν. Τα όνειρα δε θέλουν πλούτη. Ότι έχεις γίνεται χρυσό εισιτήριο, ότι έχεις φθάνει -αρκεί να  το θέλεις πολύ. Φεύγω και πάω σπίτι. Φιλάω τους δικούς μου και πάω όχι να κοιμηθώ -ένιωθα γεμάτος ενέργεια- αλλά στον υπολογιστή. Kάνω τα σχέδια και δίνω ζωή σε έναν ταξίδι αδιανόητο για εμένα ως εκείνη την ημέρα. Να πάω Αμερική για πρώτη φορά στη ζωή μου, μόνος μου, για τρεις μόλις ημέρες για να συναντήσω τον μεγάλο παραμυθά που είχε γεμίσει με μαγεία τόσες και τόσες ώρες μου.

Ένα μήνα μετά και το αεροπλάνο βρυχάται καθώς κουβαλάει μια ελπίδα που δεν έχει ακόμα σχήμα και μορφή. Πόσο απελπιστική είναι η ίδια η ελπίδα, έγραφε ο Edgard Allan Poe, αλλά και πόσο δυνατά φτερά μπορεί να μας δώσει, πως έκανε εμένα άγνωστο μεταξύ αγνώστων να ταξιδεύω για να συναντήσω έναν συγγραφέα-μύθο ο οποίος στο κάτω κάτω απλά θα μου έλεγε ένα “γεια” και θα πήγαινε στον επόμενο... Και αν όλα αυτά ήταν μάταια; Και αν έκανα μια μεγάλη βλακεία και έτρωγα και τα τελευταία χρήματα που είχα για να συναντήσω μια απογοήτευση και στην επιστροφή συναντούσα μια απόλυση και τον οικογενειακό πόνο; Τι έκανα στα αλήθεια; 

Ο τρόμος με γέμισε ξαφνικά. Σκέφτηκα ότι προλάβαινα να γυρίσω, όταν θα σταματούσαμε για ανταπόκριση στο Λονδίνο! Μπορούσα να ακυρώσω τα πάντα, να γλιτώσω χρήματα και να επέστρεφα. Θα πήγαινα ήσυχα και ωραία στο πόστο μου στη ρεσεψιόν. 

Είναι απίστευτο σε τι δρόμους μπορεί να σε βάλει η ανασφάλεια και ο φόβος. Σαν μια ανώτερη επιβεβαίωση και χωρίς να έχω πάρει ακόμα καμία απόφαση, στο Λονδίνο χάνω την ανταπόκριση μου. Το επόμενο αεροπλάνο φεύγει την επόμενη μέρα το πρωί και αν το πάρω θα πρέπει να κάνω αγώνα δρόμου για προλάβω τη συνάντηση με τον King. Θέλω να πνίξω τον Coellio και το ότι “Όταν θέλεις κάτι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το καταφέρεις”. Διάολε, εδώ ούτε θέση parking δε βρίσκεις όταν θέλεις, θα κατάφερνα εγώ να συναντήσω το Stephen King με προετοιμασίες τις τελευταίας στιγμής; Εκείνη τη στιγμή ήμουν πιο κοντά από ποτέ να τα παρατήσω και να επιστρέψω. Η ελπίδα όμως ξέρει να φουντώνει τις κατάλληλες στιγμές. Στα χέρια μου, για παρέα στο υπερατλαντικό ταξίδι,  έχω το “Θόλο” των Εκδόσεων BELL -και η λάμψη του χρυσού εξώφυλλου, τρεμοπαίζει στα μάτια μου. Μαζεύω το θάρρος μου και αντί να βγάλω εισιτήριο επιστροφής, κλείνω πτήση για την επόμενη μέρα. Προορισμός: Washington. Από εκεί θα πήγαινα Virginia σε ένα μοτέλ και από εκεί στο πανεπιστήμιο George Mason όπου νωρίς το βράδυ, σε μυστική τοποθεσία που θα μας έλεγαν θα συναντούσαμε τον King. 

Το πρωινό είναι συννεφιασμένο και βροχερό στο Λονδίνο αλλά με.. αιώνια λιακάδα στο μυαλό μου σαν εκείνη την ταινία με τον Jim Carrey! Χαμογελάω ασυναίσθητα καθώς το θηριώδες αεροπλάνο σηκώνεται και αφήνει το Heathrow.

Σε όλη τη διαδρομή μέχρι και την Αμερική, είχα δεξιά μου έναν χοντρό γιάπη που καταλάμβανε το χώρο από το κάθισμά μου μέχρι και αριστερά στο παράθυρο, μια λεπτοκαμωμένη Κινέζα που είχε κουλουριαστεί σαν τσιουάουα στο κάθισμα της, με τα χωρίς παπούτσια πέλματα της να μου έρχονται σχεδόν αγκαλιά. Δεν με πείραζε. Ο ενθουσιασμός με είχε πλημμυρίσει. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία ούτε στις έντονες αναταράξεις. 

Ύστερα από περίπου εννέα ώρες προσγειωθήκαμε. Τα υπόλοιπα πέρασαν γρήγορα, όπως περνάει η εικόνα από το παράθυρο ενός τραίνου: Οι ατελείωτες ουρές και ο ενδελεχής έλεγχος με μαραφέτια που είχα δει μόνο σε ταινίες James Bond. Το λεωφορείο μέχρι τη Virginia και το απομονωμένο μοτέλ σε έναν καταπράσινο δρόμο γεμάτο ομίχλη (δεν είναι να απορεί κανείς πως γεννιόνται τα θρίλερ, μια νύχτα σε ένα τέτοιο μοτέλ με τις σκιές να περνάνε έξω από την κουρτίνα σου, την νεκρική σιγή και την ομίχλη να σε τυλίγει), και μετά στο πανεπιστήμιο του George Mason και ένα μικρό ξενοδοχείο δίπλα όπου και έγινε η συνάντηση.  
Περιμέναμε σε ένα τακτοποιημένο λόμπι με ουδέτερη πορτοκαλί μοκέτα και κίτρινους τοίχους. Λίγα άτομα και όλοι γύριζαν σε ένα μπουφέ με finger food και ποτό. Το ποτό αν και δεν είμαι συνηθισμένος, το τίμησα. Το finger food δεν υπήρχε περίπτωση. Το στομάχι μου είχε γίνει μια μακρινή ανάμνηση. Περίμενα και συζητούσα με άλλους fans για το έργο του μεγάλου συγγραφέα. Κάποιος είπε ότι ήρθε να τον δει από την Νέα Υόρκη. Κάποιος από Βοστόνη. Ένα ζευγάρι, από τον Καναδά. Όταν τους είπα ότι είχα έρθει από την Ελλάδα είδα θαυμασμό. Συνεχίσαμε να μιλάμε για αγαπημένα βιβλία, ιστορίες που μας κράτησαν παρέα νύχτες που ο ύπνος δε θα ερχόταν, χαρακτήρες και ήρωες που μας ενέπνευσαν. Από τα παράλληλα σύμπαντα του Μαύρου Πύργου και τον Ρόναλντ της Γαλαάδ μέχρι εκείνη την πιτσιρίκα με τα τηλεκινητικά χαρίσματα -και από το επικό “Stand” μέχρι το χιονισμένο “Θέα” και τους διαδρόμους όπου ο Τζακ κυνηγάει το μικρό Ντάνι. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει. Ο Stephen King αυτοπροσώπως. Χαμογελαστός, άνετος, ντυμένος απλά, με κόκκινη μπλούζα και μαύρο σακάκι. Σχεδόν όλοι έπεσαν πάνω του. Εγώ έμεινα στην μέση της αίθουσας να κοιτάω και να σκέφτομαι ούτε που θυμάμαι τι -ήταν μια φορτισμένη στιγμή. Και τότε ένας από τους αμερικάνους που μιλούσαμε νωρίτερα έκανε το αδιανόητο. Με έδειξε και φώναξε σαν τενόρος της λυρικής:

“Στίβεν! Το παιδί αυτό ήρθε από την Ελλάδα για να σε δεί!”

Το σκηνικό που διαδραματίστηκε ακολούθως ήταν το λιγότερο, σουρεαλιστικό. Ο King ήρθε προς το μέρος μου -παρέμενα παγωμένος στη ίδια θέση- και μου έσφιξε το χέρι. Χαμογέλασε. Εγώ δεν μιλούσα. Κοίταξε το t-shirt που φορούσα (“Πιστός Αναγνώστης” έγραφε το είχα αγοράσει ειδικά για την περίπτωση και, σε αντίθεση με τους αμερικάνους που δεν το είχε σκεφτεί κανείς και το σχολίαζαν με ενθουσιασμό, είχα θυμηθεί να το φορέσω). “Ωραίο t-shirt” μου είπε και γέλασε.

“Ευχαριστώ” είπα και γέλασα και εγώ. Αυτό ήταν! Κόντρα ακόμα και στην πιο αισιόδοξη πρόβλεψη καθίσαμε και μιλήσαμε για τα βιβλία, τη συγγραφή, βγάλαμε φωτογραφίες. Με ρώτησε και ο ίδιος από που ήρθα. Όταν του είπα, χαμογέλασε πλατιά και με ευχαρίστησε. Του είπα ότι γράφω και εγώ και με συμβούλεψε να “διαβάζω πολύ” και να “γράφω πολύ” -“όλα τα άλλα θα έρθουν” πρόσθεσε.
Όταν τελείωσε η βραδιά και ο κόσμος τον χαιρετούσε εκείνος ανταπέδιδε ένα χαμόγελο και ένα “γεια” ή “ευχαριστώ”. Σε εμένα έκανε το ίδιο και αφού τον χαιρέτησα, κατευθυνόμενος προς την έξοδο και τον έναστρο ουρανό της νύχτας στη Βιρτζίνια ένιωθα σαν σούπερ ήρωας. Ο Μπάτμαν ίσως που εκτός από νυχτερίδα που γυρνάει στις σκιές μπορεί να είναι και χαμογελαστός τύπος με κουστούμι. Και εκεί που έφευγα -δε θα το ξεχάσω- μου φωνάζει  “Σε ευχαριστώ! Να είσαι καλά φίλε!”

Περπάτησα μέχρι το ξενοδοχείο μέσα στην υγρή και κρύα νύχτα, μακριά από το σπίτι μου, μακριά από όλα. Έπρεπε να φτάσω στην άλλη άκρη του κόσμου για να βρω την σπίθα που θα με πυροδοτούσε. Είχα αρκετή ενέργεια για να παλέψω με ότι με περίμενε.

Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου έβαλα R.E.M. -“It happened today” και η φράση που στριφογύριζε στο μυαλό μου εκείνες τις στιγμές δεν ήταν του King, αλλά του H.P. Lovecraft: 
Μεταξύ ονείρων βρίσκεται η ζωή. Και αυτή ένα όνειρο.

ΥΓ. “Τότε συνάντησα αυτό το σκυλί του Αγίου Βερνάρδου!.. 
Ήταν το μεγαλύτερο σκυλί που είχα δει στη ζωή μου!.. 
Και ήμουν ακάλυπτος, στα ανοιχτά... 
Εκείνη την ώρα ο τύπος που είχε το σκυλί μου λέει: 'Μην ανησυχείς για τον Lucky! 
Είναι πολύύύ καλός με τους ανθρώπους!' 
-και αμέσως, ο Lucky με κοιτάζει στα μάτια και αρχίζει να κάνει... Γκρρρρρ-γκρρρρρ!”

Ο Stephen King, λέει το αστείο για την έμπνευση του “Κούτζο”. Η θεατρική αίθουσα του πανεπιστημίου George Mason της Virginia, μια πραγματικά τεράστια αίθουσα, είναι ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Όλοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό. 
Από τη δεύτερη σειρά, χειροκροτώ και εγώ μαζί τους.
Χαμογελάει αλλά... δεν μας λυπάται.
“Είναι Παρασκευή βράδυ και είστε όλοι εσείς εδώ; Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε;”  ρωτάει μέσα σε νέα γέλια και χειροκροτήματα. 

Λίγη ώρα πριν είχα μια συζήτηση μαζί του περί συγγραφής, σε μια μαγική, σουρεαλιστική συνάντηση, ενώ λίγη ώρα μετά μου υπέγραφε τον “Μαύρο Πύργο” των Εκδόσεων BELL! Ακόμα και αν υπήρχε κάτι καλύτερο να κάνω, εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να το σκεφτώ.

Θα ήθελα να σε ρωτήσω αν γράφεις κάτι αυτήν την περίοδο και αν ναι θα μπορούσε να μας δώσεις μια μικρή γεύση για το τι αφορά;



Ευχαρίστως. Για έναν συγγραφέα, η γραφή ενός νέου βιβλίου, είναι ευτυχία. Προσωπικά νιώθω ευλογημένος, καθώς φέτος γράφω τρία νέα βιβλία. 
Ένα μυθιστόρημα (διαφορετικό ύφους από ότι έχω γράψει ως τώρα), μια νουβέλα (τρόμου) καθώς και μια συλλογή διηγημάτων, βασισμένη στην πλούσια ελληνική παράδοση και τους βρικόλακες.
Είμαι ενθουσιασμένος καθώς στη συλλογή διηγημάτων, συνεργάζομαι μαζί με μια κορυφαία πένα της ελληνικής σκηνής, που θαυμάζω ως συγγραφέα και εκτιμώ ως άνθρωπο, την Αγνή Σιούλα. Πιστεύω σας ετοιμάζουμε κάτι πολύ δυνατό. 
Την υγεία μας να έχουμε όλοι, να κάνουμε αυτό που αγαπάμε.

Γιώργο θεωρείς ότι τα διηγήματα είναι πιο δύσκολα για τον συγγραφέα καθώς πρέπει μέσα σε λίγες σελίδες να ξεδιπλώσει την ιστορία και να ψυχογραφήσει του ήρωες;

 Μυθιστόρημα και διηγήματα.... Και τα δύο είδη βιβλίου έχουν την μαγεία τους. Πάντως σαν αναγνώστης ιστοριών φαντασίας και τρόμου αλλά και σαν συγγραφέας, προτιμώ τα διηγήματα τα οποία θεωρώ πολύ δύσκολη τέχνη. Είναι σαν να διαθέτεις μια και μόνο σφαίρα για να πετύχεις το κέντρο του στόχου.

Η λογοτεχνία τρόμου έχει μικρό αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό και τι θα ήθελες να πεις σε αυτούς που φοβούνται να διαβάσουν αυτό το είδος λογοτεχνίας;



Αν κάποιος μου έλεγε ότι φοβάται να διαβάσει αυτό το είδος λογοτεχνίας (προσέξτε η λέξη κλειδί εδώ είναι η “λογοτεχνία”), θα είχα ήδη χτυπήσει ασυναίσθητα, με την παλάμη το μέτωπο μου!
Ένα απολαυστικό περιστατικό που με κάνει πάντα να χαμογελώ, όπως το διηγήθηκε ο Στίβεν Κινγκ: 
“ Ήμουν στο σούπερ μάρκετ και μια γριούλα ήρθε και μου είπε: “Ξέρω ποιος είσαι!.. Είσαι εκείνος ο συγγραφέας τρόμου!.. Δε διαβάζω τέτοια πράγματα εγώ...  Εμένα μου αρέσουν πιο λογοτεχνικά βιβλία όπως το 'Ρίτα Χέιγουορθ: Tελευταία Έξοδος'!” 
Της λέω " Εγώ το έγραψα αυτό" 
Με κοιτάει. 
"Όχι δεν το έγραψες εσύ", 
και φεύγει!” 
   Δυστυχώς στην αγαπημένη μας χώρα, μέχρι και πρόσφατα σχετικά, το είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού (πόσο μάλλον του τρόμου) θεωρείτο “παραλογοτεχνία”. Για να κάνουμε και χιούμορ, σε έβλεπαν στο δρόμο και αν έγραφες φανταστικό / τρόμο άλλαζαν πεζοδρόμιο, κουνώντας το κεφάλι με μια κάποια συμπόνια. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί συγγραφείς παλαιότερα (αλλά ακόμα και σήμερα) έγραφαν και γράφουν με ψευδώνυμο υπό το φόβο της αντιμετώπισης στη δουλειά ή στην οικογένεια. Mε μεγάλη χαρά όμως, βλέπω ότι πλέον, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει γίνει ένα από τα αγαπημένα είδη των αναγνωστών, από ένα αξιοπρόσεκτο κοινό. Ακόμα βέβαια είμαστε στην αρχή• υπήρχαν και υπάρχουν σπουδαίες πέννες και χαίρομαι που βλέπω σύγχρονες φωνές που προσπαθούν να στηρίξουν το fantasy -και γιατί όχι;- να το απογειώσουν. Για εκείνους που θεωρούσαν το είδος τότε και για τους λίγους που το θεωρούν ακόμα, “παραλογοτεχνία”, θα τους πρότεινα να διαβάσουν τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη. Τρόμος. Γιατί ο τρόμος έχει πολλά είδη, με βασικό άξονα το Κακό. Και όχι μόνο. Από την πλούσια ελληνική παράδοση μέχρι τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά (“Tο όνειρο της Μαρίας”) έχουμε εξαιρετικές ιστορίες φαντασίας και τρόμου. Οι σύγχρονες πέννες, προσπαθούμε να φανούμε αντάξιοι στην τεράστια αυτή κληρονομιά και να εμπλουτίσουμε το είδος, υπηρετώντας πάντα την Μούσα.

Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης για τις ιστορίες που γράφεις;



"Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης", στην ουσία "τι είναι το βιβλίο;"... 
Δεν υπάρχει πιο δύσκολη ερώτηση για έναν συγγραφέα! 
Επιτρέψτε μου να παραθέσω κάτι που είχε πει ο ομότεχνος, Ρίτσαρντ Φλάναγκαν: 
“Τα μυθιστορήματα δεν είναι καθρέπτες της ζωής, τα μυθιστορήματα δεν μας εξηγούν τη ζωή, ούτε συνιστούν οδηγίες για τη ζωή. Τα μυθιστορήματα είτε είναι η ίδια η ζωή, είτε δεν είναι τίποτα”. 
Προσωπικά λοιπόν, πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει απλά... ένα συναρπαστικό βιβλίο, χωρίς να υπάρχει πάντα κάποιο βαθύτερο αίτιο -παρά η ίδια η ζωή! Και μέσα από το βιβλίο αυτό -που είπαμε ότι είναι η ίδια η ζωή- ο καθένας μας θα αφουγκραστεί το νόημα που απευθύνεται σε εκείνη και σε εκείνον.
Ο συγγραφέας είναι και αναγνώστης ταυτόχρονα καθώς στην ουσία αποτυπώνει στο χαρτί την ιστορία που του ψιθυρίζει η Μούσα.
Ή αν θέλετε, όπως μας τραγουδούν οι Iron Maiden στο αριστοτεχνικό "Blood Brothers": 
"Can you tell me what life really is?" 
Μπορεί στα αλήθεια κάποιος;

Αυτό που μπορώ να σας πω, είναι ότι το βιβλίο πραγματεύεται έννοιες που με βασανίζουν και εμένα, έννοιες όπως η ανθρώπινη αδικία, αδυναμία αλλά και σκληρότητα. Έννοιες όπως η ελπίδα, ο έρωτας, και τα ανθρώπινα συναισθήματά. Έννοιες όπως η απώλεια και η θλίψη, η ψυχική υγεία, ή ζωή μετά θάνατον, το καλό και το κακό. 
Και όλες εκείνες οι σχισμές στο ύφασμα της πραγματικότητας...

Και τα τρία σου βιβλία έχουν αποκομίσει πάρα πολύ καλές κριτικές. Πως θα αντιδρούσες σε πιθανές αρνητικές κριτικές. Θα σε επηρέαζαν και αν ναι σε τι;



Νιώθω ευλογημένος που και τα τρία βιβλία έχουν αποκομίσει πάρα πολύ καλές κριτικές. Σημαίνει ότι τα βιβλία αυτά άγγιξαν κόσμο, σημαίνει ότι ταξιδέψαμε μαζι και ήταν ταξίδια έντονα... Οι κάθε είδους κριτικές όμως είναι απλά κάτι που δε δίνω τόση σημασία. Η αγάπη του κόσμου είναι ότι πιο σημαντικό για εμένα και το ότι οι αναγνώστες έχουν αγκαλιάσει τα βιβλία μου με κάνει ευτυχισμένο, με κάνει να θέλω να φωνάξω από χαρά που συνδεόμαστε έτσι, που είμαστε συνοδοιπόροι σε ένα υπέροχο, μαγικό ταξίδι. Με κάνει να νιώθω σαν να είμαι σε μια αγαπημένη ροκ συναυλία. Και εκεί χορεύουμε όλοι μαζί. Γιατί τα βιβλία δεν είναι απλά μελάνι και χαρτί. Τα βιβλία αυτά είναι μια καρδιά ζωντανή που χτυπάει. 
Για κάποιες κριτικές που μπορεί να είναι αρνητικές, όπως υποστηρίζει και ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, ο Όλιβερ Στόουν: "Όταν ο κόσμος λέει συνέχεια, μόνο καλά λόγια για τη δουλειά σου και για εσένα, τότε εσύ ή η δουλειά σου δεν είναι καλή"! Όλες οι γνώμες είναι σημαντικές ακόμα και οι αρνητικές. Όταν υπάρχει μια κριτική κακή, αλλά ειλικρινής, θα τη λάβω υπόψιν, θα δω αν συμφωνώ ή διαφωνώ μαζί της και θα προχωρήσω.  Όταν πάλι καταλάβω ότι μια άποψη δεν διέπεται από κριτική διάθεση αλλά είναι απλά κακόβουλη, τότε δε θα της δώσω καμία σημασία. Ίσα ίσα με χαροποιεί• η γιαγιά μου έλεγε: “Πετροβολούν την καρυδιά που έχει πολλά καρύδια”

Οι εισαγωγές των βιβλίων σου είναι από τις πιο συγκινητικές που έχω διαβάσει. Μια κατάθεση ψυχής. Για ποιο λόγο θέλησες να το κάνεις αυτό;

Πολλοί αναγνώστες έχουν σταθεί στις εισαγωγές των βιβλίων. Και αυτό πάντα με συγκινεί και με χαροποιεί. Γιατί είναι όπως το γράφεις, μια κατάθεση ψυχής. Δεν υπάρχει μυθοπλασία εδώ. Είμαι εγώ, απογυμνομένος από το κάθε τι και σου απλώνω το χέρι. Για να σου δείξω το δρόμο στις ιστορίες που ακολουθούν, να τον διασχίσουμε μαζί. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να με δεις όπως αληθινά είμαι. Για αυτό και σε κάθε βιβλίο αυτή η κατάθεση ψυχής.

Με ποιο τραγούδι θα έντυνες το βιβλίο σου "Κάτω από το κρεβάτι";



Με Iron Maiden και “Fear of the Dark”

Κλείνοντας την συνέντευξη μας και αφού σε ευχαριστήσω που μίλησες μαζί μου και  που συστήθηκες με αυτό τον τρόπο στους φίλους μας στα  βιβλιοαρώματα  μας , είναι κάτι που θέλεις να πεις στους φίλους μας;

Xαρά μου και σας ευχαριστώ ειλικρινά για τη φιλοξενία. Στους φίλους και στις φίλες που (μας) διαβάζουν να πω αυτό. Χτίστε τη ζωή σας γύρω από τα δικά σας συναισθήματα, προχωρήστε μπροστά. Διαβάστε ένα καλό βιβλίο. Γεμίστε τη ζωή σας όχι με πρέπει αλλά με πάθος. Ξεκινήστε τώρα.

Επιμέλεια συνέντευξης: Βίκυ Τάσιου

Το "Κάτω από το Κρεβάτι" είναι στον τελικό στα βραβεία Public και μπορείτε να το ψηφίσετε εδώ:

http://www.publicbookawards.gr/2018/vote2018.php?auto=1&CatID=2&id=935

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Ένας συγγραφέας που γράφει για έναν συγγραφέα που γράφει για έναν συγγραφέα.
Μια σκοτεινή πύλη στο γυαλί ενός παλαιού καθρέπτη.
Η λαχτάρα για το αντάμωμα με την νεκρή οικογένεια.
Μια διαβολική μάγισσα και μια ονειρική νεράιδα, μέσα στα βουνά της ελληνικής υπαίθρου.
H στιγμή όπου κερδίζεις μια ολόκληρη ζωή.
H στιγμή όπου χάνεις μια ολόκληρη ζωή.
Ένα ματωμένο δείπνο.
Δολοφονικοί φίλοι.
Οργισμένοι ψυχοπομποί.
Αποτρόπαια εγκλήματα και κρατητήρια μέσα στη γη.
Ταξίδια με μαγικά μανιτάρια στις ράγες της ψυχεδέλειας.
Άνθρωποι που παλεύουν με υπερφυσικούς αλλά και με καθημερινούς φόβους σε μια συλλογή βραβευμένων και καινούριων διηγημάτων για το τι μας περιμένει -χαμογελώντας- να κοιμηθούμε...
Για το τι κρύβεται στα σκοτάδια... 
Κάτω από το κρεβάτι. 

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Γιώργος Γιώτσας είναι μια σύγχρονη φωνή στη λογοτεχνία του φανταστικού.
Τα διηγήματα του έχουν διακριθεί σε πολλούς πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Diavasame.gr , Ars Nocturna, Συμπαντικές Διαδρομές, Esquire, Eyelands.gr, Μωραϊτης, Εντύποις) όπως και σε διεθνής (Writers Digest) και έχουν δημοσιευθεί σε συλλογές νέων λογοτεχνών.
Το 2012 ο εκδοτικός Momentum εξέδωσε το πρώτο του βιβλίου, με τίτλο "Εκείνος που ψιθυρίζει πάνω από τα βουνά", μια συλλογή διηγημάτων φαντασίας και τρόμου στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το 2015, oι εκδόσεις Λυκόφως εκδίδουν το "Εκ Νεκρών" το οποίο είναι το δεύτερο προσωπικό του βιβλίο και πρώτο μυθιστόρημα του. Το "Εκ Νεκρών" βραβεύτηκε και σε Πανελλήνιο διαγωνισμό με τον Α' Έπαινο καλύτερου μυθιστορήματος. Επίσης, ήταν υποψήφιο στα βραβεία βιβλίου Public, στις κατηγορίες "Καλύτερο Ελληνικό Μυθιστόρημα" και "Εξώφυλλο της χρονιάς". Το 2017, στη δεύτερη συνεργασία του, με τις εκδόσεις Λυκόφως, εκδίδεται το "Κάτω από το κρεβάτι", η δεύτερη προσωπική του συλλογή, με βραβευμένα και καινούρια διηγήματα φαντασίας και τρόμου, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Συνεχίζει να γράφει με συνέπεια, ενώ κατά καιρούς έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον περιοδικών όπως το Tv Zapping, το Mystery, η Athens Voice και το Esquire, όπου έχουν φιλοξενηθεί συνεντεύξεις και αφιερώματα.



1 σχόλια:

Παρασκευή Παρίσση είπε...

Ευχαριστούμε !!! Πολύ ωραία συνέντευξη !!!!

Δημοσίευση σχολίου